ταλαντευτικός

ταλαντευτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλάντευση
2. αυτός που προκαλεί ταλάντευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”